Κρονεῖον

Κρονεῖον
Κρον-εῖον, τό,
A temple of Cronos, PGrenf.1.11i16 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρονείον — κρονεῑον, τὸ (Α) ναός τού θεού Κρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + επίθημα εῖον (πρβλ. Μουσ είον, Πυθ είον)] …   Dictionary of Greek

  • Κρονείων — Κρονεῖον temple of Cronos neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”